- εξάγγελτος
- ἐξάγγελτος, -ον (Α)αυτός που εξαγγέλθηκε, κοινολογήθηκε, προδομένος, έκδηλος («τοῡ μὴ ἐξάγγελτον γενέσθαι», Θουκ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐξάγγελτος — told of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαγγέλτου — ἐξάγγελτος told of masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξάγγελτα — ἐξάγγελτος told of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξάγγελτοι — ἐξάγγελτος told of masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)